- λαβυρινθώδεις
- λαβυρινθώδηςlabyrinthinemasc/fem acc plλαβυρινθώδηςlabyrinthinemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
λαβυρινθώδης — ες (Α λαβυρινθώδης, ῶδες) [λαβύρινθος] 1. αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, περίπλοκος, πολύπλοκος («λαβυρινθῶδες οἴκημα», Προκ.) 2. μτφ. δυσνόητος ή αυτός τού οποίου δύσκολα βρίσκει κάποιος τη λύση («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις») … Dictionary of Greek